Αρχείο κατηγορίας Ελιά και Ποίηση

Στο όρος των ελαιών

1

Στα 1933 ο Θεόφιλος ζωγράφιζε

?Το μάζεμα των ελαιών εν Μυτιλήνη?.

Τόπος παραθαλάσσιος,

ραβδιά, κοφίνια, σύνεργα,

και πρόσωπα που εξάγνιζε ο μόχθος.

Ίδια περίπου είναι η σκηνή

που κουβαλάω τόσα χρόνια στο μυαλό μου.

Ο τόπος μόνο είναι ορεινός.

?Πυργάκι? ή ?Παναγίτσα?.

Το όνομα το μαρτυρεί,

και οι χωριανοί μου ακράδαντα πιστεύουν

-καμμία χρεία να το δουν-

εδώ ήταν τόπος οχυρός, βίγλα της Παναγίας,

που είχε υπό τη σκέπη της χωριά κι όλο τον κάμπο.

Και μάλιστα ,το έχουν για πιο σίγουρο

ότι περνά η Παναγιά απ΄ το παλιό της το κονάκι,

παρά ότι περνούν τις κονταυγές οι κυνηγοί.

Κι ας μην είδαν ίχνη από το κτίσμα της ποτέ

μόνο τ? άδεια φυσίγγια.

Ο τόπος μόνο είναι ορεινός.

Σύνεργα περίπου ίδια

και πρόσωπα απαράλλαχτα.

Η μάννα μου στα λιόπανα

με το ραβδί ο πατέρας

και ο παππούλης στα σακιά.

Πρόσωπα που εξάγνισε ο μόχθος.

Έτσι όπως τα ζωγράφισε ο Θεόφιλος

στο μάζεμα των ελαιών εν Μυτιλήνη.

11

Την εικόνα ετούτη τη βουνίσια

τη λύνει απότομα η βροχή.

Τα πανωφόρια μας ανάρριχτα

σακιάζουμε άρον άρον.

Μια μουσκεμμένη επιστροφή πώς να ξεχάσω.

Γύρω μας πέφταν αστραπές.

Η μάννα μου με κράταγε μακριά απ? τα κυπαρίσσια

απότομα εστράφηκε να με πισωγυρίσει

κι ούτε πρόλαβε.

Μπροστά θηρίος και γυμνός ένας συχωριανός μας.

Κάτι κουρέλια τού είχε αφήσει η αστραπή

ο σκελετός μονάχα και τα σύρματα

η ομπρέλα του

ανοιγμένη.

Το κυπαρίσσι αλώβητο.

Ρίξαμε κάτι τον σκεπάσαμε.

Βρεγμένοι ως το κόκαλο

έως ψυχής βρεγμένοι

κινήσαμε άγγελοι κακών

στην άτεκνη γυναίκα του να πάμε.

Φτερά πεσμένα και βαριά τα σκούρα πανωφόρια μας

να στάζουν,

θανάτου άγγελοι στην πόρτα της

και πως της λένε το και το.

Τριανταπέντε χρόνια και.

Τον άντρα της μπορεί και να τον ξέχασε

εμάς ακόμα μας κοιτάζει μουδιασμένη.

Γιώτα Αργυροπούλου, Νερά απαρηγόρητα , Πλανόδιον 2004

«Ελαία και έλαιον»

Έχεις , ευλογημένο δένδρο της Παλλάδας , πάντα
μια σχέση μυστική με τ’ ουρανού τον ήλιο και το σύννεφο.
Μένεις εκεί ορθή , χλωρόφαιη ελιά , στο πέρασμα των χρόνων
κι οι Φαιδριάδες τραγουδούν κοντά σου ακόμα θαλερές απελευθερωμένες.
Τις νύχτες με ξωθιές , ελιά ανθρωποτρόφα , συζητάς ,
στον κεραυνό και το χιονιά ανοίγεις την καρδιά σου.
Στους λόφους , στις πλαγιές , στ’ ακροθαλάσσια
ψυχανεμίζεσαι το μόχθο σαν αγρότισσα Ελληνίδα ,
σα μαζώχτρα με τα λιόπανα στις ρίζες τις στριφτές σου ,
σα ραβδιστής προσεκτικός , σα λιχνιστής , σαν κλαδευτής
για να φουντώσει η φορεσιά σου.
Κι εκεί στον ελαιώνα στα ασημόφυλλα
προστάτης του καρπού ο »Μόριος Ζευς» ,
χορταίνει με αέρα καθαρό ,
κρυμμένος στα μελαχρινά κλαδιά σου.
Θες του λαδιού η μυρωδιά απ’ το λιοτρίβι ,
θες λαδοπίθαρα με νιόλαδο σειρά ,
δίνουν την αίσθηση της πιο μεγάλης ώρας στη Μεσόγειο.
Κάτω εκεί στης Ολυμπίας τον περίγυρο
και στου Αλφειού την καταπράσινη κοιλάδα ,
τόσοι και τόσοι αθλητές ένα στεφάνι μοναχά αγριελιάς
ποθούν για τρόπαιο ,
γιατί είναι δόξα και τιμή αυτό
στον τόπο που τους γέννησε.
Την Αφροδίτη οι Χάριτες στην Πάφο μ’ αξιοσύνη
αλείφουν με μυρόλαδο απαλά ,
βγαλμένο από τους πλούσιους
ελαιώνες του νησιού.
Δες , κάτω απ’ την παλιά ελιά του Πλάτωνα
στην Ιερά Οδό , πώς εμαζώχτηκε η Αθήνα ,
συνεπαρμένη στου λαδιού τη γειτονιά
απ’ την αέρινη του λιτρουβιού του Αρισταίου μοσκοβόλια.
Ύστερα άγιασε στα χρόνια του Χριστού ο ελαιώνας
και κάθε φύλλο απ’ τις ελιές έσταζε θείο φως ,
αφού στην εκκλησιά το κεχριμπάρι απ’ τον καρπό τους
σκορπά απέραντη ιερότη στα Μυστήρια ,
αγαλινή πρωτόγνωρη ευλογία θεϊκή ,
μ’ από ψαλμούς και δέος υπερούσιο καμωμένη.
Κάθε σταλαματιά τ’ Απρίλη λένε
κι ένα βαρέλι λάδι.
Λοιπόν , φροντίζει ακόμα κι βροχούλα η απριλιάτικη
του καντηλιού το λάδι στα ξωκλήσια τ’ ασπροστόλιστα.
θα ‘σαι , ελιά αγαπημένη,
πάντα το σύμβολο στην πλάση της ειρήνης
και το πολύτιμο του σύννεφου φορτίο
θα σε στολίζει μ’ άνθη ολόλευκα
καθώς κι ασήμι στα γερά αγέρωχα κλαδιά σου.

Τόφαλος Αναστάσιος , δάσκαλος του 2ου Δημοτικού Σχολείου Πεύκης.